πεδά

πεδά
(Pedum). Αρχαία πόλη στο Λάτιο, στην περιοχή της σημερινής ιταλικής πόλης Γκαλιτσιάνο. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς την αναφέρει ως μία από τις αρχαιότερες πόλεις του λατινικού κόσμου, που την κυρίευσε το 488 π.Χ. ο Κοριολανός. Το 339 π.Χ. την κατέλαβε ο Λεύκιος Φούριος Κάμιλλος. Τα ερείπιά της ήρθαν στο φως από Άγγλους αρχαιολόγους. Οι κάτοικοί της, οι Πεδανοί ή Πεδάνοι, ήταν ονομαστοί για την επίδοσή τους στη διάνοιξη δρόμων. Όταν οι Ρωμαίοι έγιναν κύριοι της Π., οι Πεδανοί κατόρθωσαν να θεωρηθεί η πόλη τους καθαρά ρωμαϊκή και όχι σύμμαχος της Ρώμης και απολάμβαναν έτσι όλα τα δικαιώματα των Ρωμαίων πολιτών.
* * *
και πετά και πετ και πε Α
(αιολ. και δωρ. τ.) μετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση πεδά έχει σχηματιστεί από θ. πεδ- (βλ. πέδη, πους) με δυσερμήνευτη κατάλ. -α (πρβλ. αν-ά, δι-ά, μετ-ά) και η αρχική της σημ. πρέπει να ήταν «στα ίχνη κάποιου» (πρβλ. αρμ. y-et, z-het «μετά» < het «ίχνος», λ. αντίστοιχη προς το ελλ. πέδον*). Η πρόθεση πεδά έχει τις ίδιες χρήσεις με την πρόθεση μετά και σε ορισμένες διαλέκτους χρησιμοποιήθηκε παρλλ. με αυτήν (βλ. λ. μετά). Τέλος, ο τ. πετά έχει προέλθει από συμφυρμό τών πεδά και μετά, ενώ ο τ. πε(τ) < πετά με αποκοπή. Η πρόθεση απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή pe-ta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πέδα — πέδᾱ , πέδη fetter fem nom/voc/acc dual πέδᾱ , πέδη fetter fem nom/voc sg (doric aeolic) πέδον ground neut nom/voc/acc pl πέδᾱ , πεδάω bind with fetters pres imperat act 2nd sg πέδᾱ , πεδάω bind with fetters imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδᾳ — πέδαι , πέδη fetter fem nom/voc pl πέδᾱͅ , πέδη fetter fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδᾷ — πεδάω bind with fetters pres subj mp 2nd sg πεδάω bind with fetters pres ind mp 2nd sg (epic) πεδάω bind with fetters pres subj act 3rd sg πεδάω bind with fetters pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδά — μετά mip doric aeolic (indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδάνιον — πεδά̱νιον , μετά ἀνέω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πεδά̱νιον , μετά ἀνέω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) πεδά̱νιον , μετά ἀνέω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πεδά̱νιον , μετά ἀνέω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) μετά νέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδάορον — πεδά̱ορον , μετήορος raised from off the ground masc/fem acc sg (aeolic) πεδά̱ορον , μετήορος raised from off the ground neut nom/voc/acc sg (aeolic) πεδά̱ορον , πεδάορος masc/fem acc sg πεδά̱ορον , πεδάορος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδάσαις — πεδά̱σαις , πεδάω bind with fetters pres part act fem dat pl (doric) πεδά̱σαις , πεδάω bind with fetters aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) πεδά̱σαις , πεδάω bind with fetters aor opt act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδάσει — πεδά̱σει , πεδάω bind with fetters aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) πεδά̱σει , πεδάω bind with fetters fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) πεδά̱σει , πεδάω bind with fetters fut ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδάσω — πεδά̱σω , πεδάω bind with fetters aor subj act 1st sg (doric aeolic) πεδά̱σω , πεδάω bind with fetters fut ind act 1st sg (doric aeolic) πεδά̱σω , πεδάω bind with fetters aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδαν — πέδᾱν , πέδη fetter fem acc sg (doric aeolic) πέδᾱν , πεδάω bind with fetters imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πέδᾱν , πεδάω bind with fetters imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”